τραπεζία

τραπεζία
ἡ, Α [τράπεζα]
πιθ. κατασκευή τραπεζών («χρήσιμον ἔχει τὸ ξύλον πρὸς πολλὰ...εἰς τραπεζίαν», Θεόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τραπέζια — τραπέζιον small table neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζίας — τραπεζίᾱς , τραπεζία fem acc pl τραπεζίᾱς , τραπεζία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζίαν — τραπεζίᾱν , τραπεζία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • τραπεζόεδρος — η, ο, Ν 1. (για στερεά) αυτός τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζια 2. το ουδ. ως ουσ. το τραπεζόεδρο α) στερεό τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζια β) (κρυσταλλ.) πολύεδρο με έξι, οκτώ, δώδεκα ή εικοσιτέσσερεις έδρες, σχήματος τραπεζίου, από τις… …   Dictionary of Greek

  • ακούβιτο — Εξελληνισμένος τύπος της λατινικής λέξης accubitum, που σημαίνει ανάκλιντρο, στο οποίο ξάπλωναν οι Ρωμαίοι, κυρίως στα συμπόσια. Το α. χρησίμευε για κατάκλιση ενός μόνου προσώπου. Αργότερα οι Ρωμαίοι το αντικατέστησαν με το τρίκλινο, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”